προβάσεως

προβάσεως
προβάσεω̆ς , πρόβασις
property in cattle
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόβασις — άσεως, ἡ, Α [προβαίνω] 1. περιουσία σε βοσκήματα, κυρίως σε πρόβατα 2. αφθονία προβάτων 3. κίνηση προς τα εμπρός 4. πρόοδος («προβάσεις τοῡ νοῡ», Φίλ.) 5. σωματική ανάπτυξη 6. πιθ. προβάδισμα σε τελετή 7. μτφ. ηθική πρόοδος 7. φρ. «ἐκ προβάσεως»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”